ξοδεύω

ξοδεύω
ξόδεψα, ξοδεύτηκα,και ξοδιάζω ξόδιασα, ξοδιάστηκα, δαπανώ: Ξοδέψαμε πολλά τον περασμένο μήνα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξοδεύω — ξοδεύω, ξόδεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξοδεύω — βλ. εξοδεύω …   Dictionary of Greek

  • κακοξοδεύω — ξοδεύω άσκοπα, σπαταλώ …   Dictionary of Greek

  • αναλίσκω — (Α ἀναλίσκω και ἀναλῶ, όω, Ν και αναλώνω) 1. δαπανώ, ξοδεύω, καταναλώνω 2. ξοδεύω αλόγιστα, κατασπαταλώ 3. φθείρω, καταστρέφω σιγά σιγά (στα αρχ. μόνο στην παθ.) αρχ. 1. (για πρόσωπα) σκοτώνω, καταστρέφω 2. παθ. (για πράγματα) εκλείπω, μέ πετούν …   Dictionary of Greek

  • καταναλίσκω — και καταναλώνω (AM καταναλίσκω) 1. εξαντλώ κάτι χρησιμοποιώντας το («το αυτοκίνητό μου καταναλώνει πολλή βενζίνη») 2. δαπανώ, ξοδεύω (α. «η οικογένεια καταναλίσκει πολλά χρήματα για τα φροντιστήρια τών παιδιών» β. «εἰς τὴν στρατιὰν τάλαντα μύρια… …   Dictionary of Greek

  • καταχορηγώ — καταχορηγῶ, έω (Α) 1. ξοδεύω ως χορηγός για την προετοιμασία τού χορού τής τραγωδίας 2. δαπανώ άφθονα, σπαταλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χορηγῶ «παρέχω τα οικονομικά μέσα για την προετοιμασία χορού, ξοδεύω»] …   Dictionary of Greek

  • παραναλίσκω — ή παραναλόω Α 1. δαπανώ, ξοδεύω περισσότερα από όσο πρέπει, σπαταλώ, ασωτεύω 2. καταστρέφω, αφανίζω 3. παθ. παραναλίσκομαι (για πρόσ.) θυσιάζομαι άδικα, ανώφελα 4. (η μτχ. αρσ. μέσ. ενεστ. και μέσ. παρακμ.) παραναλούμενος και παραναλωμένος… …   Dictionary of Greek

  • πολυξοδιάζω — Ν ξοδεύω πολλά, σπαταλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ξοδιάζω (Ι) «ξοδεύω, σπαταλώ» (πρβλ. κατα ξοδιάζω)] …   Dictionary of Greek

  • προεξοδιάζω — Α ξοδεύω, δαπανώ προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐξοδιάζω (Ι) «ξοδεύω, δαπανώ»] …   Dictionary of Greek

  • προκαταναλίσκω — Α 1. καταναλώνω, ξοδεύω εντελώς εκ τών προτέρων 2. μτφ. φθείρω εντελώς («προκαταναλίσκειν τινὰ ταῑς βασάνοις», Ποσειδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταναλίσκω «καταναλώνω, ξοδεύω, φθείρω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”